Πενήντα πέντε ολόκληρα χρόνια ύστερα από τη νύχτα εκείνη, που το καμάρι του Οθωμανικού στόλου πέταξε στον αγέρα τυλιγμένο στις φλόγες και στον κουρνιαχτό της μπαρούτης, στην πρωτεύουσα, στην οδό Κυψέλης 54, ένας γηραλέος άντρας έστεκε άπνους στο νεκροκρέβατό του. Πριν από λίγες στιγμές ο ιατρός Ζωχιός είχε εκπληρώσει την τελευταία επιθυμία του αποθανόντα. Αφαίρεσε την καρδιά από το μπαρουτοκαπνισμένο σώμα του και την προσέφερε στο Έθνος. Ο γέροντας, αφού νεκροστολίστηκε με το πολεμικό γελέκι του, απιθώθηκε ευλαβικά στο κιβούρι του και ήταν πλέον έτοιμος για το μεγάλο ταξίδι. Στο ταπεινό κονάκι του είχαν συναχθεί άρχοντες και λαός κι όλος ο χώρος είχε γεμίσει με το θρύλο του. Ενώ όλα ήταν έτοιμα για να αρχινήσει η πομπή προς την εκκλησία, ανάμεσα από το συγκεντρωμένο πλήθος, ξεπρόβαλε ένας φωτογράφος βαστώντας την κάμερα του. Αμέσως πήγε και έστησε τον τρίποδά της μπροστά από το φέρετρο και σε λίγες στιγμές η εικόνα του νεκρού πέρασε στην αιωνιότητα. Σήμερα, κοιτώντας κάποιος τη φωτογραφία, το βλέμμα του επικεντρώνεται στην κεντρική μορφή της παράστασης, αυτής του νεκρού. Αυτό όμως που περνά απαρατήρητο, λόγω και της υπαιτιότητας του φωτογράφου, είναι τα δύο χέρια που ανταμώνουν στο δεξιό άκρο της παράστασης. Ένα γυναικείο γεροντικό χέρι βρίσκεται απιθωμένο πάνω στο νεκρικό μαξιλάρι και η στάση του ομοιάζει με χειρονομία όρκου, που τον επισφραγίζει με το άγγιγμα του νεκρικού προσκέφαλου. Ο καρπός του χεριού τούτου, αγγίζεται τρυφερά μα και ευλαβικά, από ένα άλλο χέρι, αντρικό, από το χέρι του γιου, που δίνει κουράγιο στην χήρα μάνα, μα συνάμα γίνεται κι αυτός μέτοχος του όρκου της. Το γυναικείο τούτο χέρι είναι μιας χαροκαμένης μάνας, που από την εφηβική της ηλικία είχε σταθεί παλικαρίσια δίπλα στον άνδρα της ως και τη στερνή του ώρα. Είχε γλιτώσει τα βλαστάρια της από την καταστροφή του νησιού της, πέφτοντας μαζί τους στη θάλασσα και δίνοντας τιτάνιο αγώνα για να τα κρατήσει στη ζωή, κολυμπώντας για ώρα στα νερά του Αιγαίου, μέχρις ότου τους περιμαζέψει ένα διερχόμενο μπρίκι. Στη ζήση της, είδε να χάνονται τα περισσότερα από τα παιδιά της και τούτη την ώρα αποχαιρετά και τον ήρωά της. Αυτή ήταν η ψαριανή Δέσποινα Μανιάτη, η καπετάνισσα, η σύζυγος του μπουρλοτιέρη της Επαναστάσεως του 1821, Κωνσταντίνου Κανάρη.
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
-
Ο Απόστολος των Εθνών, ο κορυφαίος των πρωτεργατών της Χριστιανοσύνης ο φλογερός κήρυκας του Ευαγγελίου ασπάστηκε τον Χριστιανισμό μετά απ...
-
Ο Φώτης Ραπακούσης Ιδρυτής του Μουσείου ''Αλή Πασάς'' μιλάει για την Κυρά Βασιλική η οποία έμεινε στην Κατοχή Μεσολογγ...
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου