Ο Δημήτριος Βάλβης, Έλληνας νομομαθής, ανώτατος δικαστικός που διατέλεσε πρωθυπουργός, γεννήθηκε στις 8 Μαΐου 1808 ή 1814 , σύμφωνα με άλλη πηγή, στο Μεσολόγγι και πέθανε στις 30 Νοεμβρίου 1892 στην Αθήνα. Τάφηκε στο Α' νεκροταφείο Αθηνών. Δεν ήταν παντρεμένος και δεν απέκτησε απογόνους.Η καταγωγή της οικογένειας Βάλβη, [το επίθετο προέρχεται από τη λατινική λέξη Balbus=Ψελλός], είναι από το χωριό Κατοχή της επαρχίας Μεσολογγίου. Πατέρας του ήταν ο Ιωάννης Βάλβης και αρκετοί από τους προγόνους του ήταν ιερωμένοι. Θείος του ήταν ο Σπυρίδων και αδελφός του ο Ζηνόβιος Βάλβης, νομικός που επίσης διατέλεσε πρωθυπουργός και είχαν μια αδελφή, την Αλτάνη Βάλβη-Μπαλάση. Μαζί με τη μητέρα του διέφυγε στη διάρκεια της δεύτερης πολιορκίας του Μεσολογγίου και κατέφυγαν αρχικά στο νησί Κάλαμος στο Ιόνιο Πέλαγος και αργότερα εγκαταστάθηκε στο Λιβόρνο της Ιταλίας, όπου βρισκόταν ο θείος του, Σπυρίδων Βάλβης, και ο αδερφός του, Ζηνόβιος Βάλβης, που σπούδαζε νομικά. Στο Λιβόρνο διδάχτηκε ελληνικά από τον εφημέριο της Ορθόδοξης εκκλησίας.Σπούδασε νομικά και ανακηρύχθηκε διδάκτορας στο Πανεπιστήμιο της Πίζας στην Ιταλία και το 1834 επιστρέφοντας στην Ελλάδα, εισήλθε στο Δικαστικό Σώμα. Το 1834 ήταν μέλος του δικαστηρίου που δίκασε και αθώωσε τους Τερτσέτη και Πολυζωίδη, στο οποίο πρόεδρο ήταν ο Σωμάκης και μέλη του, εκτός από το Βάλβη, οι Κανούσης, Λεονταρίδης και Κριεζής. Το 1835 διορίστηκε αντεισαγγελέας Πρωτοδικών και από το 1872 μέχρι το 1885 ήταν Πρόεδρος [2] και στη συνέχεια μέχρι το θάνατό του, Επίτιμος Πρόεδρος του Αρείου Πάγου.Διορίστηκε υπηρεσιακός πρωθυπουργός και διαδέχτηκε το Θεόδωρο Δηλιγιάννη μετά την παραίτηση του και την άρνηση του Χαρίλαου Τρικούπη να αναλάβει τον σχηματισμό κυβερνήσεως δίχως εκλογές. Με εντολή του Βασιλιά Γεώργιου Α' και λόγω της έκρυθμης πολιτικής καταστάσεως, σχημάτισε υπηρεσιακή κυβέρνηση στις 30 Απριλίου 1886, ενώ διατήρησε παράλληλα τη θέση του υπουργού Δικαιοσύνης έως τις 9 Μαΐου 1886, σε μια περίοδο έντονων πολιτικών ανωμαλιών. Τον διαδέχθηκε στη θέση του πρωθυπουργού ο Χαρίλαος Τρικούπης.Μετά από εισήγηση του Χαρίλαου Τρικούπη, τιμήθηκε για τη μακρόχρονη προσφορά του στο νεοσύστατο ελληνικό κράτος και μάλιστα σε μια περίοδο ιδιαίτερα κρίσιμη για την αποδοτική λειτουργία των πολιτικών του θεσμών,με τον Μεγαλόσταυρο του Σωτήρα.
Παρασκευή 27 Δεκεμβρίου 2019
Τρίτη 24 Δεκεμβρίου 2019
Δευτέρα 23 Δεκεμβρίου 2019
Πέμπτη 19 Δεκεμβρίου 2019
Δευτέρα 16 Δεκεμβρίου 2019
Κυριακή 15 Δεκεμβρίου 2019
Ζηνόβιος Βάλβης
Ο Ζηνόβιος-Ζαφείριος Ι. Βάλβης (1800 - 25 Αυγούστου 1886) ήταν Έλληνας πολιτικός που διετέλεσε πρόεδρος της Βουλής και δύο φορές πρωθυπουργός της Ελλάδας. Αδερφός του ήταν ο επίσης πρωθυπουργός, Δημήτριος Βάλβης.Γεννήθηκε στο Μεσολόγγι και καταγόταν από οικογένεια ιερωμένων. Το βαφτιστικό του όνομα ήταν Ζαφείριος αλλά λόγω της μοναχικής του ιδιότητας για κάποιο μικρό διάστημα μεταβλήθηκε σε Ζηνόβιος. Ο πατέρας του, Ιωάννης, τον έστειλε στην Κωνσταντινούπολη κοντά στον θείο του τον Παντολέοντα Βάλβη, ιερέα. Μαθήτευσε στη Θεολογική Σχολή της Χάλκης και αργότερα εγκαταστάθηκε στην Ιταλία, κοντά στον θείο του Σπύρο Βάλβη. Εκεί σπούδασε νομικά στην Πίζα και στη συνέχεια επέστρεψε στην Ελλάδα όπου εργάστηκε ως δικαστής διοριζόμενος εισαγγελέας στην Άμφισσα. Παραιτήθηκε το 1841 από το δικαστικό σώμα και ιδιώτευσε για κάποιο χρονικό διάστημα ως δικηγόρος. Στις εκλογές του 1844 εξελέγη βουλευτής Μεσολογγίου.
Η καταγωγή της οικογένειας Βάλβη, [[το επίθετο προέρχεται από τη λατινική λέξη Balbus=Ψελλός], είναι από το χωριό Κατοχή της επαρχίας Μεσολογγίου.
Ανέλαβε το χαρτοφυλάκιο του υπουργείου δικαιοσύνης και των οικονομικών στις κυβερνήσεις Κριεζή και Κανάρη αλλά συγκρούστηκε με τον Όθωνα με αποτέλεσμα να αποσυρθεί από την πολιτική. Με την έξωση του Όθωνα, εξελέγη πληρεξούσιος στη Β' Εθνοσυνέλευση, της οποίας στις 17 Ιανουαρίου 1863 εξελέγη πρόεδρος. Έναν μήνα αργότερα ανέλαβε για μια ημέρα, τις 8 Φεβρουαρίου 1863 το υπουργείο δικαιοσύνης στην κυβέρνηση Βούλγαρη και στις 13 Φεβρουαρίου ανέλαβε την πρωθυπουργία (Κυβέρνηση Ζηνοβίου Βάλβη 1863) μέχρι τα τέλη Μαρτίου οπότε και παραιτήθηκε. Αιτία ήταν η καταψήφιση από την Εθνοσυνέλευση του νομοσχεδίου περί αύξησης αποδοχών των ίδιων των πληρεξούσιών της και το οποίο είχε προκαλέσει έντονη λαϊκή αντίδραση[1]. Ο Βάλβης υπήρξε ο πρώτος πρωθυπουργός μέσα σε μία 20ετία και μετά τον Ανδρέα Μεταξά, που παραιτείται για κοινοβουλευτικούς λόγους, όταν δηλαδή η κυβέρνησή του δεν απολαμβάνει πλέον την εμπιστοσύνη του βουλευτικού σώματος.
Ο Βασιλιάς Γεώργιος Α΄ τον διόρισε πάλι πρωθυπουργό στις 16 Απριλίου 1864 και σχημάτισε την Κυβέρνηση Ζηνοβίου Βάλβη 1864 στην οποία παρέμεινε έως τις 26 Ιουλίου του ίδιου χρόνου. Νέα παραίτηση εξαιτίας αποδοκιμασίας εκ μέρους της Εθνοσυνέλευσης (ασκούσε το ρόλο του Κοινοβουλίου στο διάστημα μεταξύ εκθρόνισης Όθωνα το 1862 και βουλευτικών Εκλογών του 1865), με λόγο αυτή τη φορά την ανάκληση αξιωματικών που είχαν τεθεί σε διαθεσιμότητα[2]. Έτσι ο Βάλβης αποτελεί και τον πρώτο πρωθυπουργό που παραιτείται δύο φορές για κοινοβουλευτικούς λόγους. Το επόμενο έτος διορίστηκε πρόεδρος του Συμβουλίου της Επικρατείας, απ' όπου παραιτήθηκε εντός μηνών.
Αποσύρθηκε στο Μεσολόγγι και απεβίωσε στις 25 Αυγούστου 1886. Ενταφιάστηκε στο Ηρώο της πόλης, δίπλα στον πατέρα του Ιωάννη Βάλβη και τον θείο του Πανταλέοντα Βάλβη. Ήταν παντρεμένος με την Αρσινόη Ρατζηκώτσικα και είχε εννά παιδιά: τον Περικλή, τον Σωκράτη, τον Επαμεινώνδα, την Κορίννα, την Ευγενία, την Αμαλία, την Παγώνα, την Ανδρομάχη και την Τερπινή. Εγγονός του ήταν ο Κωνσταντίνος Βάλβης, δικηγόρος και πρόεδρος του δημοτικού συμβουλίου Αθηνών.
Παρασκευή 13 Δεκεμβρίου 2019
ΤΑ ΜΟΝΑΔΙΚΑ ΣΩΖΟΜΕΝΑ ΝΕΩΡΙΑ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑΣ
Στο Νομό Αιτωλοακαρνανίας και συγκεκριμένα λίγα χιλιόμετρα έξω από την Κατοχή Μεσολογγίου βρίσκονται τα μοναδικά σωζόμενα Νεώρια στην Ελλάδα. Ο αρχαίος ναύσταθμος βρίσκεται στον οικισμό των Οινιάδων και χτίστηκε περίπου τον 4ο αιώνα π.Χ. Ήταν κοντά στο αρχαίο λιμάνι της πόλης και εκεί πραγματοποιούταν η συντήρηση και η επισκευή των πλοίων. Σήμερα στον χώρο υπάρχουν λιμνάζοντα νερά και περιβάλλεται από στεριά. Σώζονται οι μεγάλοι μεταλλικοί κρίκοι, οι δέστρες των αρχαίων πλοίων, αλλά και τα ερείπια των πύργων που το προστάτευαν. Το αρχαίο νεώριο ήταν λαξευμένο πάνω στον βράχο και γύρω του υπήρχε τείχος, το οποίο έφτανε τα 11 μέτρα. Τα αρχαία χρόνια είχε στέγη και στο εσωτερικό διαχωριζόταν από πέντε κιονοστοιχίες των 17 κιόνων. ...
Πέμπτη 12 Δεκεμβρίου 2019
Ο Αγιος Πορφύριος και ο Βίος του
Ο Άγιος Πορφύριος ο Καυσοκαλυβίτης (κατά κόσμον Ευάγγελος Μπαϊρακτάρης, 7 Φεβρουαρίου 1906 - 2 Δεκεμβρίου 1991), ήταν Έλληνας ιερομόναχος που έζησε κατά τη διάρκεια του 20ού αιώνα (1906-1991) και έγινε ευρέως γνωστός για το βίο και το έργο του, από νεαράς ηλικίας. Ανακηρύχθηκε άγιος της Ορθόδοξης Εκκλησίας από το Οικουμενικό Πατριαρχείο στις 27 Νοεμβρίου 2013.[1]Ο Όσιος Πορφύριος γεννήθηκε στις 7 Φεβρουαρίου 1906 στο χωριό Άγιος Ιωάννης του σημερινού Δήμου Ταμιναίων της Εύβοιας. Το κοσμικό όνομά του ήταν Ευάγγελος Μπαϊρακτάρης και από πολύ νωρίς έδειξε έφεση προς το μοναχισμό. Έτσι, σε ηλικία 13 χρόνων και έχοντας τελειώσει μόνο την Β' Δημοτικού, μετέβη στη σκήτη της Αγίας Τριάδος, τα γνωστά "Καυσοκαλύβια" του Αγίου Όρους, όπου έζησε τα επόμενα 6 περίπου χρόνια, ως υποτακτικός σε δύο γέροντες μοναχούς, λαμβάνοντας το όνομα Νικήτας. Κατόπιν, λόγω σοβαρής ασθένειας, αναγκάστηκε να επιστρέψει στην Εύβοια, όπου και εγκαταστάθηκε στην Ιερά Μονή Αγίου Χαραλάμπους Λευκών Ευβοίας, στο Αυλωνάρι της Εύβοιας.
Σε ηλικία 20 ετών συναντήθηκε με τον Αρχιεπίσκοπο του Σινά Πορφύριο, ο οποίος αναγνωρίζοντας σε αυτόν πνευματικά χαρίσματα, τον χειροτόνησε πρεσβύτερο, δίνοντάς του και το όνομα με το οποίο έμελλε να γίνει γνωστός. Τα επόμενα χρόνια, επειδή το μοναστήρι του Αγίου Χαραλάμπους Λευκών έγινε γυναικείο, ο π. Πορφύριος εγκαταστάθηκε στη Μονή Αγίου Νικολάου, στην Άνω Βάθεια του σημερινού Δήμου Αμαρυνθίων, επίσης στην Εύβοια.
Το 1940, σε ηλικία 34 ετών, μετέβη στην Αθήνα, όπου στις 12 Οκτωβρίου διορίστηκε ως Εφημέριος στην εκκλησία του Αγίου Γερασίμου, στην Πολυκλινική Αθηνών στην Ομόνοια.
Στις 16 Μαρτίου 1970, έχοντας συμπληρώσει 35ετία, έλαβε μικρή σύνταξη από το Ταμείο Ασφαλίσεως Κληρικών Ελλάδος και αποχώρησε από τη θέση του εφημερίου του Αγίου Γερασίμου, όπου όμως συνέχισε να προσφέρει τις υπηρεσίες του ως το 1973. Τη χρονιά εκείνη έφυγε από την Αθήνα για να εγκατασταθεί αρχικά στον Άγιο Νικόλαο, στα Καλλίσια (σημερινή Καλλιθέα) της Πεντέλης και μετά από μερικά χρόνια στο Μήλεσι της Μαλακάσας, όπου και οικοδόμησε το Ιερό Ησυχαστήριο της Μεταμορφώσεως του Σωτήρος. Απέκτησε σημαντική φήμη και πολλοί πιστοί τον επισκέπτονταν στον τόπο διαμονής του.
Το Νοέμβριο του 1991 μετέβη στο παλαιό κελί του, στα Καυσοκαλύβια του Αγίου Όρους, όπου και κοιμήθηκε στις 2 Δεκεμβρίου του ίδιου έτους.
Κατατάχθηκε στο Αγιολόγιο της Ορθοδόξου Εκκλησίας, από την Ιερά Σύνοδο του Οικουμενικού Πατριαρχείου, στη συνεδρίασή της που διεξήχθη στις 27 Νοεμβρίου 2013.[1]
Ο Αγιος Νεκτάριος
Στην Κωνσταντινούπολη
Η ζωή στη Κωνσταντινούπολη για τον Αναστάσιο ήταν σκληρή και δύσκολη τα πρώτα χρόνια της παραμονής του. Αρχικά εργάζεται σε συσκευαστήριο καπνού, οπού ο ιδιοκτήτης του φερόταν βάναυσα. Εργάζεται πολλές ώρες ημερησίως, δεν αμείβεται και πολλές φορές ξυλοκοπείται. Ο Αναστάσιος τα υπέμενε όλα αυτά, ωστόσο θλιβόταν καθώς αδυνατούσε να ενισχύσει οικονομικά την οικογένειά του, ενώ παράλληλα δεν μπορούσε να παρακολουθήσει μαθήματα στο σχολείο. Την κλίση, όμως, προς τον Θεό και το Ευαγγέλιο, την έδειχνε από μικρός. Έτσι στο συσκευαστήριο μαζί με τον καπνό που πουλούσε, κάθε φορά έδινε και ένα μικρό χαρτάκι, το οποίο έγραφε κάποια ευαγγελική ρήση[3][4].
Η κατάσταση άλλαξε, όταν ένας έμπορος που είχε μαγαζί παράπλευρα από το συσκευαστήριο, είδε κάποια μέρα τον ξυλοδαρμό από το αφεντικό του και τον πήρε στη δούλεψή του. Άρχισε να εργάζεται στο επιπλοποιείο του, έχοντας πλέον χρόνο για εκκλησιασμό και για να πηγαίνει σχολείο, ενώ σύντομα και η οικογένεια του τον ακολούθησε στην Κωνσταντινούπολη. Στην Πόλη παρέμεινε συνολικά 7 έτη και σε ηλικία 20 ετών την εγκατέλειψε, παρότι δεν ολοκλήρωσε τη μόρφωση του, για να εργαστεί ως δάσκαλος στο Λιθί της Χίου[5].
Στη Χίο
Στα 20 του χρόνια, έφτασε στη Χίο. Έχοντας πλέον γραμματική και θεολογική γνώση, έλαβε τη θέση του δασκάλου, παραμένοντας στο νησί για 10 χρόνια, μέχρι το 1877. Εκεί αρχικά θα γνωρίσει τον μεγάλο ευεργέτη του Ιωάννη Χωρέμη, ένα εύπορο τοπικό άρχοντα, ο οποίος εξαιτίας ενός περιστατικού που είχε συμβεί κατά τη μεταφορά του Αγίου από τη Σηλυβρία προς την Κωνσταντινούπολη (ένας ανιψιός του Χωρέμη τον βοήθησε να επιβιβαστεί στο πλοίο γιατί δεν είχε χρήματα), τον έθεσε υπό την προστασία του. Ο Άγιος Νεκτάριος όμως είχε αποφασίσει πλέον να αφιερωθεί στο μοναχικό βίο. Το 1876, εκάρη μοναχός με το όνομα Λάζαρος και ένα χρόνο αργότερα χειροτονήθηκε διάκονος, λαμβάνοντας το όνομα Νεκτάριος. Ο Άγιος Νεκτάριος είχε κλίση προς το μοναχισμό, τον οποίο επιθυμούσε να υπηρετήσει. Ωστόσο, οι πιέσεις που του ασκήθηκαν λόγω των χαρισμάτων του λόγου και της μορφώσεώς του, τελικά τον έστρεψαν προς τον κοσμικό κλήρο, χωρίς όμως ποτέ να λησμονήσει τον μοναχισμό[3][4][5].
Ανώτερες θεολογικές σπουδές
Το 1877, ο Νεκτάριος μετά από παρότρυνση του Ιωάννη Χωρέμη, πήγε στην Αθήνα, προκειμένου να ολοκληρώσει τις γυμνασιακές σπουδές. Μετά την ολοκλήρωσή τους, εστάλη μέσω γνωριμίας που είχε με τον Πατριάρχη Αλεξανδρείας Σωφρόνιο, στην Αλεξάνδρεια. Ο Σωφρόνιος, εντυπωσιάστηκε από τον Νεκτάριο και με βάση τις πολύ καλές συστάσεις που είχε, τον έστειλε ξανά στην Αθήνα, να φοιτήσει στη Θεολογική Σχολή Αθηνών. Ο Νεκτάριος εκεί διέπρεψε, και μάλιστα, πρώτευσε στο διαγωνισμό σχολικής κοσμητείας στο «Παπαδάκειο κληροδότημα», με αποτέλεσμα να κερδίσει υποτροφία σπουδών στη Θεολογική Σχολή, κάτι που τον ανακούφισε πολύ, καθότι ο ευεργέτης του Ιωάννης Χωρέμης είχε φύγει από τη ζωή, με αποτέλεσμα να βρίσκεται σε δεινή οικονομική κατάσταση. Αφού έλαβε το πτυχίο του (1885), ανεχώρησε πάλι για την Αλεξάνδρεια.[3][4][5]
Στην Αλεξάνδρεια
Με την επιστροφή του στην Αλεξάνδρεια, χειροτονείται Ιερέας και 5 μήνες αργότερα, τοποθετείται γραμματέας του Πατριαρχείου. Μέσα σε δύο μήνες, αξιοποιώντας τη ρητορική του δεινότητα, προήχθη σε ιεροκήρυκα, λαμβάνοντας και θέση Πατριαρχικού επιτρόπου στο Κάιρο. Μέσα σε μικρό χρονικό διάστημα, ο Νεκτάριος ανήλθε στην ιεραρχία του Πατριαρχείου, όντας ένας πολύ έμπιστος άνθρωπος στο πλευρό του Πατριάρχη. Στις 15 Ιανουαρίου του 1889 θα ανακηρυχτεί επίσκοπος Πενταπόλεως Λιβύης μετά από την κοίμηση του επισκόπου της περιοχής Νείλου. Το πρακτικό της χειροτονίας του διασώζεται μέχρι και σήμερα (Πρακτικό εκλογής κωδ. 66, σελ. 394).
Η ραγδαία ανέλιξη του Νεκταρίου, δεν πέρασε απαρατήρητη από τους υπολοίπους επισκόπους. Ο Σωφρόνιος πλησίαζε τα 90 χρόνια ζωής και είχαν ξεκινήσει οι διαδικασίες διαδοχής του. Ο λαός, που είχε ευεργετηθεί από το πολυποίκιλο έργο του Νεκταρίου (κυρίως φιλανθρωπικό αλλά και ποιμαντικό και αντιαιρετικό) επιθυμούσε την άνοδο του στον πατριαρχικό θρόνο και σε συνδυασμό με την εύνοια του Σωφρονίου καθίστατο η πρώτη επιλογή. Οι αντίπαλοί του γνωρίζοντας όλα αυτά, αποφάσισαν να τον παραμερίσουν, κατηγορώντας τον για υποκίνηση ανατροπής του Πατριάρχη Σωφρονίου, αλλά και με αόριστες ηθικές κατηγορίες. Επίσης, μερίδα κληρικών, οι οποίοι πίστευαν ότι η τακτική λιτότητας και πενίας της Εκκλησίας, που ακολουθούσε ο Νεκτάριος ως επίσκοπος, θα επηρέαζε την οικονομική κατάσταση του Πατριαρχείου, το οποίο χωρίς οικονομική ευρωστία, θα γινόταν έρμαιο πολιτικών ή εθνικών σκοπιμοτήτων.
Η δίωξη και η επιστροφή στην Αθήνα
Ο Σωφρόνιος που πληροφορήθηκε τις κατηγορίες, πείστηκε για την αλήθεια των ισχυρισμών, με αποτέλεσμα την άμεση παύση της ιερατικής του ιδιότητάς. Κάτι που ήταν εκκλησιαστικά παράνομο, καθότι σύμφωνα με το εκκλησιαστικό δίκαιο ο Νεκτάριος έπρεπε να παρουσιαστεί ενώπιον συνόδου η οποία θα εξέταζε, μετά ακροάσεως τις εις βάρος του κατηγορίες. Ο Νεκτάριος δεν θέλησε να τραβήξει το σχοινί στα άκρα και αναχώρησε από την Αλεξάνδρεια, εν αντιθέσει με τους αντιπάλους του, οι οποίοι θέλησαν την οικονομική και ηθική του βλάβη. Φροντίζοντας να σπιλώσουν το όνομα του στην Αθήνα και την Κωνσταντινούπολη και παρακρατώντας τον μισθό του, αδυνατούσε να εργαστεί οπουδήποτε.[3]
Ο Νεκτάριος βρέθηκε ενώπιον ακόμα μιας πολύ δύσκολης κατάστασης, όπως από μικρή ηλικία πολλές φορές είχε βρεθεί. Ο ίδιος ενοικίασε ένα μικρό δωμάτιο στα περίχωρα των Αθηνών, αλλά αδυνατούσε να πληρώσει το ενοίκιο, ενώ δεν είχε χρήματα να τραφεί. Η παράλληλη διαπόμπευσή του, ακόμα και σε κυβερνητικά κλιμάκια δυσχέραιναν τη δυνατότητα εύρεσης εργασίας. Προσπαθούσε μέσω του Αρχιεπισκόπου Γερμανού να βρει μια θέση ιεροκήρυκα. Ο ίδιος παρά τη συμπάθεια που έτρεφε προς το πρόσωπό του, αδυνατούσε να τον βοηθήσει, λόγω πιέσεων από τη σύνοδο. Έφτασε μέχρι τον Υπουργό Παιδείας και Εκκλησιαστικών, που όμως του διεμήνυσε, ότι λόγω του νόμου (ο Νεκτάριος δεν είχε ελληνική υπηκοότητα) αδυνατούσε.
Τελικά, μετά από λίγο καιρό, χάρη στη βοήθεια ενός ανθρώπου ονόματι Μελά, ο οποίος ήταν μέλος της κυβέρνησης και τον είχε γνωρίσει στην Αλεξάνδρεια, διορίστηκε ιεροκήρυκας στη Χαλκίδα. Ωστόσο, η φήμη που τον ακολουθούσε παρέμενε, καθότι υπήρχε μεγάλη καχυποψία, δεδομένων των εις βάρος του κατηγοριών, με αποτέλεσμα να αποδοκιμάζεται και να στιγματίζεται.[5][4]
Η αποκατάσταση της αλήθειας
Το 1891, δύο έτη μετά από τις κατηγορίες που του εξαγγέλθηκαν και την απομάκρυνσή του από την Αλεξάνδρεια, στην κυβέρνηση ακόμα γίνονταν προσπάθειες για την αποπομπή του από τη θέση που κατείχε. Τότε αποκαλύφθηκε πλήρως το σχέδιο κι η πλεκτάνη που είχε στηθεί σε βάρος του. Όλα ξεκίνησαν από την αποκάλυψη ότι δεν έπαιρνε τα χρήματα που του οφείλονταν και εργαζόταν αμισθί επί της εποχής της επισκοπείας του. Επίσης, παρότι παρέμενε δικαιωματικά επίσκοπος Πενταπόλεως, αφού είχε παράνομα εκδιωχθεί δεν ελάμβανε χρήματα. Εν συνεχεία καθαρίστηκε το όνομά του από κάθε είδους ανάμιξη σε σκάνδαλο ηθικού χαρακτήρος και από παντός είδους ραδιούργες προσπάθειες σε βάρος του πατριάρχη. Αυτό, ειδικά μετά την σκληρή συμπεριφορά του ποιμνίου, τον έκανε συμπαθή ενώπιον του λαού στη Χαλκίδα. Άρχισε τότε με περισσή άνεση να κηρύττει. Γρήγορα η φήμη του εξαπλώθηκε μακρύτερα από τη Χαλκίδα, ενώ ο λαός έδειξε μεγάλη συμπάθεια στο πρόσωπό του, όταν χήρεψε η θέση του τοπικού επισκόπου, σχεδόν απαιτώντας την άνοδό του στο θρόνο.
Η Ριζάρειος Σχολή
Το 1892 και 1893 διορίστηκε ιεροκήρυκας στον νομό Λακωνίας και Φθιωτοβοιωτίας αντίστοιχα. Ο Νεκτάριος πραγματοποιούσε διαρκώς περιοδείες σε χωριά και πόλεις κηρύττοντας, την ώρα που φίλοι του προσπαθούσαν να τον μεταθέσουν στη Ριζάρειο Σχολή Αθηνών. Όταν έγινε αντιληπτό άρχισαν πάλι κάποιοι ψίθυροι, οι οποίοι τελικά δεν κατάφεραν να αποτρέψουν τον Νεκτάριο από το να γίνει διευθυντής της Αθηναϊκής θεολογικής σχολής της εποχής, που επί των ημερών του γνώρισε μεγάλη αίγλη.
Την Άνοιξη του 1894 διορίστηκε ως διευθυντής της Ριζαρείου σχολής. Οι αμφιβολίες που υπήρχαν πλέον περί του Νεκταρίου δεν ήταν τόσο για τις κατηγορίες του παρελθόντος, χωρίς όμως και να εκλείψουν, αλλά κατά πόσον αυτός ο λεγόμενος και «δεσποτοκαλόγερος», θα ήταν δυνατόν με τις παλαιές και θρησκευτικές αντιλήψεις του, να μπορέσει να πετύχει στο έργο που του ανατέθηκε, καθώς η Ριζάρειος σχολή ήταν μεν θεολογική σχολή, ήταν δε σχολή που φοιτούσαν και πολλά παιδιά ευκατάστατων Αθηναίων και άλλων αρχόντων και πολιτικών της εποχής, που δεν θα γίνονταν απαραίτητα ιερείς ή θεολόγοι, αλλά επιστήμονες. Σύντομα όμως κάμφθηκαν όλες οι αντιρρήσεις από το ρηξικέλευθο τρόπο διαπαιδαγώγησης του Νεκταρίου.
Το έργο του στη Ριζάρειο
Το έργο του στη Ριζάρειο ήταν οργανωτικό, εκπαιδευτικό, συγγραφικό και παιδαγωγικό. Σύντομα οργάνωσε τη σχολή με πρότυπα τα οποία αφορούσαν τον εκκλησιαστικό ορθόδοξο τρόπο σκέψης. Όμως αυτό στο οποίο ήταν αξεπέραστος ήταν η παιδαγωγική του σκέψη. Κάποτε όταν μαθητές της Ριζαρείου ήρθαν στα χέρια, ο ίδιος αντί να τους τιμωρήσει, αυτοτιμωρήθηκε, θεωρώντας εαυτόν υπαίτιο, με ασιτία 3 ημερών. Σύντομα το παράδειγμα του έγινε ανάμεσα στους τροφίμους δείκτης και η σχολή επί των ημερών του απέκτησε μεγάλη αίγλη. Άλλοτε βρέθηκε ξυπόλητος ενώπιον των μαθητών να αγορεύει, διότι εισερχόμενος στην αίθουσα είδε ένα φτωχό ο οποίος τον παρακάλεσε, αν μπορούσε να τον βοηθήσει ώστε να αποκτήσει παπούτσια, καθότι δεν είχε. Ο Νεκτάριος αμέσως έβγαλε τα δικά του και τα παρέδωσε προς κατάπληξη των πάντων. Άλλοτε σε μια διαμάχη μεταξύ των επιστατών για το ποιος ήταν υπεύθυνος καθαριότητας των αποχωρητηρίων, ο ίδιος έλυσε τη διαφορά τους, καθαρίζοντάς τες. Τέτοια και άλλα πλείστα παραδείγματα τον ανέδειξαν και σύντομα τον έκαναν στην τότε μικρή Αθήνα ακουστό και κοσμαγάπητο.
Την ίδια εποχή επιδόθηκε σε μεγάλο συγγραφικό έργο. Πολλά έργα τα διέθεσε στο λαό και τους θεολόγους δωρεάν, επειδή αδυνατούσαν να τα αγοράσουν, λόγω της φτώχειας. Χωρίς κανένα κέρδος, με γνώμονα μόνο την ψυχική ωφέλεια, πένητας από μικρός, ασκητής και ολιγαρκής, ουδέποτε ενδιαφέρθηκε για την αυτοπροβολή και το κέρδος. Όταν τον κατηγορούσαν ουδέποτε αντιδικούσε, παρέμενε πράος και έλεγε πάντα πως ο Θεός θα δικαιώσει το δίκαιο και την αλήθεια. Ταπεινός, μοναχικός και παρ' όλα αυτά προσηνής, ο ήδη σεβάσμιος γέροντας Νεκτάριος έγινε παράδειγμα ανιδιοτελούς προσφοράς και αγάπης στους πονεμένους συνανθρώπους του στις δύσκολες εποχές που διένυαν. Η ταπεινοφροσύνη και το αίσθημα ευθύνης που τον διακατείχε για το έργο που επιτελούσε, καταδείχθηκε την εποχή που πέθανε ο Πατριάρχης Σωφρόνιος, όταν του ζητήθηκε να τον διαδεχθεί και ο ίδιος αρνήθηκε.
Η φτώχεια την εποχή που διετέλεσε ο Νεκτάριος διευθυντής της Ριζαρείου ήταν κανόνας και ταυτόχρονα το ηθικό των Ελλήνων, ειδικά μετά την αποτυχία, το 1897 με τον ελληνοτουρκικό πόλεμο, βρισκόταν στο ναδίρ. Ο ίδιος όμως με την ελεημοσύνη ως όπλο και το λόγο του ευαγγελίου τόνωνε την τότε αθηναϊκή κοινωνία, η οποία προσέτρεχε συχνά στα κηρύγματά του για να πάρει τη συμβουλή του. Ο ίδιος διετέλεσε διευθυντής της Ριζαρείου Σχολής 14 συναπτά έτη ως και το 1908, οπότε και για λόγους υγείας εγκατέλειψε τη θέση του.
Στην Αίγινα
Το 1908 εγκαταστάθηκε στην Αίγινα. Ο Νεκτάριος ποτέ στη ζωή του, δεν απέβαλε την έντονη επιθυμία του για το μοναχικό βίο. Αυτή η επιθυμία ενισχύθηκε ακόμα περισσότερο κατά την επίσκεψη του στο Άγιον Όρος και την σύνδεσή του με το γέροντα Δανιήλ, (Γέροντα της Αδελφότητας Δανιηλαίων) το 1898. Έκτοτε έψαχνε ένα τόπο να στεγάσει ένα μοναστήρι για το τέλος της ζωής του, έναν «Εκκλησιαστικό Παρθενώνα», όπως έλεγε. Πιο έντονη και ίσως επιτακτική έγινε αυτή η ανάγκη, όταν 4 γυναίκες που ήσαν μόνες και συνδέονταν μαζί του, με σχέση πνευματικής καθοδήγησης, θέλησαν να μονάσουν υπό την εποπτεία του. Έτσι τελικά βρήκε ένα παλαιό εγκαταλελειμμένο μοναστήρι στην Αίγινα στη θέση Ξάντος στο οποίο και αποφάσισε να στεγάσει τις 4 μοναχές και άλλες 3 που ήδη μόναζαν στο νησί. Το μοναστήρι άρχισε να επαναλειτουργεί το 1904 υπό την καθοδήγησή του, παρότι αυτός ακόμα βρισκόταν στη Ριζάρειο Σχολή.
Η παρουσία του στην Αίγινα, συνδέθηκε με δύο γεγονότα, που τον κατέστησαν άμεσα λαοφιλή. Ο Νεκτάριος αρχικά θεράπευσε έναν δαιμονισμένο νέο κάτι που γρήγορα μαθεύτηκε. Οι χωρικοί τότε τον επισκέφτηκαν ζητώντας του να λειτουργήσει και να δεηθεί στον Θεό, διότι είχε 3 χρόνια να βρέξει στο νησί με αποτέλεσμα να έχει προκληθεί εκτεταμένη ανομβρία και οικονομική ζημία. Ο ίδιος με σύσσωμη την παρουσία των νησιωτών, λειτούργησε και την ίδια μέρα άρχισε να βρέχει, γεγονότα που εκλήφθησαν ως θεϊκά σημάδια από τους Αιγινίτες.
Το 1908 παραιτήθηκε από τη σχολή για λόγους υγείας αλλά και γήρατος και αφοσιώθηκε στο μοναστήρι. Η χάρη του και η φήμη διαρκώς μεγάλωναν, με αποτέλεσμα μεγάλο μέρος δωρεών να κατευθύνεται στο μοναστήρι και μέσα σε 4 χρόνια να μεγαλώσει τόσο, φτάνοντας να έχει 15 μοναχές, χάρη στους προσκυνητές που είχαν αρχίσει να συρρέουν από όλη την Ελλάδα, ενισχύοντας με τις δωρεές τους την ανέγερση της μονής και του φιλανθρωπικού της έργου.
Το έργο του στην Αίγινα
Παρότι ήταν μεγάλος σε ηλικία όταν αποσύρθηκε στην Αίγινα, δεν έπαψε ποτέ να εργάζεται είτε πνευματικά, υπέρ της εκκλησίας, είτε και χειρωνακτικά για τη διεύρυνση του μοναστηριού. Το έργο πλέον είχε χαρακτήρα ποιμαντικό, λειτουργικό, λατρευτικό, εξομολογητικό, παρηγορητικό. Στάθηκε στους ανθρώπους του νησιού σαν αδελφός, βοηθός, συμπαραστάτης, οδηγός και συνοδοιπόρος της ζωής. Τα χρόνια μέχρι το τέλος της ζωής του, έμελλε να είναι πολύ ταραγμένα. Μετά τους Βαλκανικούς πολέμους που έφεραν ηθική ανάταση και κάποια οικονομική και πνευματική ευφορία, ο Α΄ Παγκόσμιος Πόλεμος, ήρθε να σκιάσει την Ελλάδα. Ο ίδιος όμως πάντα βοηθός, παρηγορητής, γνωρίζοντας από μικρός τις δυσκολίες του κόσμου κήρυττε την ελπίδα και το Θεό για ένα καλύτερο μέλλον. Γι' αυτό και ο Άγιος Νεκτάριος για τους Αιγινίτες υπήρξε κάτι παραπάνω από ένας μοναχός που εγκαταστάθηκε στο νησί τους.
Η ποιμαντική αγωγή του ποιμνίου, μακρύτερα από τα στενά όρια του νησιού, ήταν πάντα μέλημά του, έτσι συνέχισε το συγγραφικό του έργο, που πλέον αναγνωριζόταν τόσο από τον τύπο της εποχής για την επιστημονική εγκυρότητά του, όσο και από μεγάλα πνευματικά ιδρύματα της εποχής. Επίσης, διέθετε περισσότερο χρόνο για προσευχή κάτι που αγαπούσε, ιδιαίτερα προς την Παναγία, που θεωρούσε μητέρα του, όπως έλεγε. Ποτέ παρά τον κλονισμό της υγείας του δεν έπαψε όμως να προσφέρει ακόμα και χειρωνακτικά. Μάλιστα συνεισέφερε στην ανέγερση νέων κοιτώνων της μονής, στη διάνοιξη δρόμων προς το μοναστήρι, ασχολούνταν με την κηπουρική και άλλες χειρωνακτικές εργασίες που πάντα τις θεωρούσε τιμή. Πάντα ανέφερε πως καμία εργασία δεν είναι ντροπή, αντιθέτως είναι ευλογία Θεού.
Οι δυσκολίες και οι πίκρες ποτέ δεν έλειψαν. Παρότι είχαν περάσει πάνω από 10 χρόνια από την επαναλειτουργία της μονής, ο Μητροπολίτης Αθηνών Θεόκλητος αρνείτο να αναγνωρίσει τη μονή, παρά την αρχική συγκατάθεσή του. Το πρόβλημα αυτό μεγάλωνε, διότι η μονή δεν αποκτούσε νομική προσωπικότητα με αποτέλεσμα να αδυνατεί να κρατήσει τις κληρονομιές και όποια άλλα οικονομικά ωφελήματα είχε από πιστούς με αποτέλεσμα να δυσχεραίνει το φιλανθρωπικό έργο. Κάποιοι δηλαδή, άφηναν κληρονομιές υπέρ του μοναστηριού, που το μοναστήρι αδυνατούσε να αποδεχτεί λόγω της νομικής ανυπαρξίας του. Ο Μητροπολίτης δε, είχε δυσαρεστηθεί από την τροπή που έλαβε η εξέλιξη του μοναστηριού, με αποτέλεσμα να είναι ανένδοτος. Ο Νεκτάριος προσπάθησε με διάφορους τρόπους να τον μεταπείσει, όμως μέχρι τέλους της ζωής του, δεν είδε το αίτημά του να πραγματοποιείται.
Τα τελευταία χρόνια
Ο Νεκτάριος αρχικά αφού τελείωσε ο Α΄ Παγκόσμιος Πόλεμος, και ο Θεόκλητος αποπέμφθηκε λόγω του αναθέματος στον Ελευθέριο Βενιζέλο μαζί με τους υπολοίπους επισκόπους, πίστεψε πως τα πράγματα ίσως εξομαλυνθούν. Η αρχική αισιοδοξία όμως διεκόπη όταν το 1918 κατηγορήθηκε από μητέρα μοναχής για ανηθικότητα. Γρήγορα όμως εξετάσεις και έρευνες του εισαγγελέα Αθηνών κατέδειξαν το ψεύδος της μητέρας της κόρης, η οποία οικειοθελώς είχε προσχωρήσει στο μοναστήρι. Εξ αιτίας αυτού του λόγου, αλλά και κληρικών οι οποίοι στο νησί τον φθονούσαν, πιστεύοντας ότι τους παίρνει όλη τη «πελατεία» και τον κατηγορούσαν πισώπλατα, ουσιαστικά δεν κατάφερε να πραγματοποιήσει το όνειρό του, την αναγνώριση του Μοναστηριού. Πάντα όμως πιστός στο Ευαγγέλιο, το παράδειγμα του Χριστού, τα γραφέντα του Αγίου Νικοδήμου του Αγιορείτη, πίστευε απόλυτα στη δικαιοσύνη του Θεού. Ήταν πράος, ήρεμος, υπομονετικός σε όλες αυτές τις κατηγορίες και εξευτελισμούς που κατά καιρούς τον υπέβαλαν.[4][3]
Το τέλος της ζωής του ήταν επίπονο. Η χρόνια ασθένεια του προστάτη, μαζί με τα περασμένα χρόνια της ηλικίας του και κακοπάθειες της ζωής τον ταλαιπωρούσαν. Ακόμα και τότε είχε σχέδια. Ήθελε να δημιουργήσει ένα εκπαιδευτήριο. Τελικά, δεν πρόλαβε. Το 1920 εισήχθη στο Αρεταίειο νοσοκομείο Αθηνών όπου διεγνώσθη καρκίνος του προστάτη. Στις 9 Νοεμβρίου του ιδίου έτους ο Άγιος Νεκτάριος πέθανε. Το δωμάτιο στο οποίο πέθανε, έχει σήμερα μετατραπεί σε μικρό ναό στο δεύτερο όροφο του Αρεταιείου νοσοκομείου, που κοσμείται από εικόνες του Αγίου και τάματα πιστών για ανάρρωση των συγγενών τους που νοσηλεύονται στην κλινική[5].
Η ανακήρυξή του σε Άγιο
Ο Νεκτάριος δεν ανακηρύχθηκε Άγιος αμέσως όταν πέθανε. Χρειάστηκε να περάσουν 40 χρόνια και στις 20 Απριλίου του έτους 1961 ο Οικουμενικός Πατριάρχης Αθηναγόρας έκρινε πως έπρεπε να τον ανακηρύξει Άγιο καθώς είχε πραγματοποιήσει μεγάλο ποιμαντικό και εκκλησιαστικό έργο. Η επίσημη διαδικασία ανακήρυξής του έγινε στις 5 Νοεμβρίου του 1961[6]. Με την ανακήρυξη του Νεκταρίου Κεφαλά σε Άγιο ο Αθηναγόρας αποφάσισε ακόμα πως οι άντρες και οι γυναίκες που φέρουν τα ονόματα Νεκτάριος και Νεκταρία θα εορτάζουν στις 9 Νοεμβρίου και όχι στις 11 Ιουλίου όπως ίσχυε μέχρι τότε.[5][7]
Θαύματα μετά θάνατον
Ο Άγιος Νεκτάριος θεωρείτο από τους κατοίκους του νησιού της Αίγινας εν ζωή Άγιος. Τα γεγονότα όμως που περιγράφουν οι μοναχές, ο Κωστής Σακκόπουλος, φίλοι, ιερείς, νησιώτες είναι πραγματικά αξιοπερίεργα, που δικαιολογούν τη σημερινή του λαοφιλία. Όπως λέγεται στο διπλανό κρεβάτι όπου νοσηλευόταν ο Άγιος νοσηλευόταν και ένας παραπληγικός, ο οποίος αδυνατούσε να περπατήσει. Όταν όμως ακούμπησε τη φανέλα του κεκοιμημένου Αγίου πάνω του θεραπεύτηκε. Κατά τη μεταφορά του λέγεται ότι δεν είχε βάρος, ενώ το μέτωπό του ανάβλυζε μύρο. Το μεγαλύτερο όμως μυστήριο είναι ότι το λείψανο του Αγίου παρά τις 3 ταφές και εκταφές παρέμενε αναλλοίωτο για περισσότερα από 30 χρόνια. Το λείψανό του, για πρώτη φορά, εξετάφη 3 έτη μετά την κοίμησή του και σήμερα βρίσκεται στον νέο ναό του αγίου στην Αίγινα[4][5].
Προστάτης άγιος
Ο Άγιος Νεκτάριος, ύστερα από εισηγητική πρόταση επιτροπής Καθηγητών Φυσικής Αγωγής, ανακηρύχθηκε ως Προστάτης άγιος των Γυμναστών, καθώς ο ίδιος ευλόγησε ως «οιωνό άριστο» τη σύσταση Γυμναστικού Συλλόγου και στόχος τέτοιων συλλόγων είναι η σωματική γυμνασία και η πνευματική ανάπτυξη, οι δύο πόλοι γύρω από τους οποίους στρέφεται η τελεία μόρφωση και η τελεία αγωγή. Αργότερα, ως Διευθυντής της Ριζαρείου Σχολής φρόντιζε ιδιαίτερα για την άθληση των σπουδαστών και τη βελτίωση της διατροφής τους. Επίσης, στην ίδια Σχολή καθιέρωσε το ποδόσφαιρο ως άθλημα για τους σπουδαστές ύστερα από παράκληση των ιδίων. Έτσι ήταν ο πρώτος που έθεσε το ποδόσφαιρο ως άθλημα στον σχολικό χώρο.[8][9][10]
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)
-
Ο Απόστολος των Εθνών, ο κορυφαίος των πρωτεργατών της Χριστιανοσύνης ο φλογερός κήρυκας του Ευαγγελίου ασπάστηκε τον Χριστιανισμό μετά απ...
-
Ο Φώτης Ραπακούσης Ιδρυτής του Μουσείου ''Αλή Πασάς'' μιλάει για την Κυρά Βασιλική η οποία έμεινε στην Κατοχή Μεσολογγ...